- ακαμαντολόγχας
- ἀκαμαντολόγχας και ἀκαμαντολόγχης, ο (Α)ο ακάματος, ο ακούραστος στον αγώνα με λόγχη και στον πόλεμο γενικότερα, πολεμόχαρος, πολεμικός«ἀκαμαντολογχᾱν Σπαρτῶν» (Πινδ. Ίσθμ. 7, 10).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας-αντος + λόγχη].
Dictionary of Greek. 2013.